- ανακριβολόγος
- ο, η1. αυτός που δεν ακριβολογεί, που λέει ανακρίβειες2. αυτός που δεν κυριολεκτεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακριβής + -λόγος < λέγω.ΠΑΡ. ανακριβολογία, ανακριβολογώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ακυρολόγος — ο αυτός που ακυρολογεί, ο ανακριβολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άκυρος + λόγος < λέγω] … Dictionary of Greek
ανακριβολογία — η 1. έλλειψη ακριβολογίας, ορθότητας και ακρίβειας στους λόγους 2. έλλειψη κυριολεξίας, ακυρολεξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακριβολόγος. Η λ. μαρτυρείται στον παιδαγωγό Αριστοτέλη Κουρτίδη (1858 1928)] … Dictionary of Greek
ανακριβολογώ — ( έω) 1. χρησιμοποιώ ανακρίβειες στους λόγους μου, ψεύδομαι 2. δεν κυριολεκτώ, υποπίπτω σε ακυρολεξίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακριβολόγος. Η λ. μαρτυρείται στον εκπαιδευτικό συγγραφέα Μαργαρίτη Δήμιτσα (1829 1903)] … Dictionary of Greek